- οξυτοκίνη
- η(βιοχ.) ορμόνη που παράγεται από τον οπίσθιο λοβό τής υπόφυσης και έχει την ιδιότητα να διεγείρει τις συσπάσεις τής μήτρας κατά τον τοκετό, να ελέγχει την αιμορραγία που ακολουθεί καθώς και την έναρξη και συνέχιση τής έκκρισης γάλακτος από τους μαστικούς αδένες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxytocin < οξυ-* + τόκος + -ίνη, κατάλ. τής χημικής ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.