οξυτοκίνη

οξυτοκίνη
η
(βιοχ.) ορμόνη που παράγεται από τον οπίσθιο λοβό τής υπόφυσης και έχει την ιδιότητα να διεγείρει τις συσπάσεις τής μήτρας κατά τον τοκετό, να ελέγχει την αιμορραγία που ακολουθεί καθώς και την έναρξη και συνέχιση τής έκκρισης γάλακτος από τους μαστικούς αδένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxytocin < οξυ-* + τόκος + -ίνη, κατάλ. τής χημικής ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βινιό, Βενσάν ντι- — (Vincent du Vigneaud, Σικάγο 1901 – 1978).Αμερικανός βιοχημικός. Πήρε το δίπλωμα της ιατρικής στο Ρότσεστερ το 1927 και ειδικεύτηκε στην Ευρώπη. Το 1938 έγινε καθηγητής της βιοχημείας στο πανεπιστήμιο Κορνέλ. Το 1936 συνέθεσε τη γλουταθειόνη,… …   Dictionary of Greek

  • ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • υπόφυση — (Ανατ.). Σύνθετος νευροενδοκρινής αδένας με πολλαπλές λειτουργίες. Η υ. βρίσκεται σε μια οστέινη κοιλότητα στη βάση του κρανίου, το τουρκικό εφίππιο, και χωρίζεται από την κρανιακή κοιλότητα με μια μεμβράνη της σκληράς μήνιγγος (μήνιγγες). Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”